Αργολας

Αργολας
    Ἀργόλας
    Ἀργό-λᾱς
     adj. аргосского племени, аргивский
    

(στρατός Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Αργολας" в других словарях:

  • Ἀργόλας — Ἀργόλᾱς , Ἀργόλας masc acc pl Ἀργόλᾱς , Ἀργόλας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργόλαι — Ἀργόλας masc nom/voc pl Ἀργόλᾱͅ , Ἀργόλας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργόλαν — Ἀργόλᾱν , Ἀργόλας masc acc sg (epic doric aeolic) Ἀργόλας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οζόλαι — Ὀζόλαι, oἱ (Α) φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω τής πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»